- θεραπίδιον
- θεραπίδιον, τὸ (AM) [θεράπων]μέσο θεραπείας, γιατρικό, φάρμακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπιδίου — θεραπίδιον means of cure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek